ρηγάτο(ν)

ρηγάτο(ν)
τό
1) королевство; 2) королевская власть

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ρηγάτο(ν)" в других словарях:

  • ρηγάτο — το / ρηγᾱτον, ΝΜ [ῥήξ, ῥηγός] 1. βασίλειο («τῆς Δύσεως τὰ ρηγᾱτα», Χρον. Μoρ.) 2. βασιλική εξουσία …   Dictionary of Greek

  • ρηγάτο — το το βασίλειο ή η βασιλική εξουσία: Έσβησαν τα ρηγάτα μου, εχάθηκαν τα πλούτη (Ερωτόκριτος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • ρηγάδικος — η, ο και ρηγαδικός, ή, ό και ρηγάτικος, η, ο και ρηγατικός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ρήγα («στο στάβλο το ρηγατικό», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. ρηγάδες τού ρήγας, ενώ ο τ. ρηγατικός < ρηγάτο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»